Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η φυσιογνωμία

  • 1 φυσιογνωμία

    φυσιογνωμίᾱͅ, φυσιογνωμία
    fem dat sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > φυσιογνωμία

  • 2 φυσιογνωμίᾳ

    φυσιογνωμίᾱͅ, φυσιογνωμία
    fem dat sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > φυσιογνωμίᾳ

  • 3 φυσιογνωμία

    η
    1) физиономия, лицо; облик; 2) выдающаяся личность; крупная фигура

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φυσιογνωμία

  • 4 φυσιογνωμία

    [фисиошомиа] ουσ. Θ. физиономия, выражение лица (μεταφ.) личность,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φυσιογνωμία

  • 5 φυσιογνωμία

    [фисиошомиа] ουσ θ физиономия, выражение лица (μεταφ) личность.

    Эллино-русский словарь > φυσιογνωμία

  • 6 φυσιογνωμία

    φῠσιογνωμ-ία, [dialect] Ion. -ιη, , perh.
    A = φυσιολογία, cited from Hippocrates by [Gal.]19.530.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυσιογνωμία

  • 7 φυσιογνωμία

    sima, çehre, fizyonomi

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > φυσιογνωμία

  • 8 sima

    φυσιογνωμία, μορφή

    Türkçe-Yunanca Sözlük > sima

  • 9 физиономия

    θ.
    η φυσιογνωμία•

    пьяная физиономия φυσιογνωμία μεθύστακα•

    отвратительная απεχθής (αποκρουστική) φυσιογνωμία.

    || μτφ. άνθρωπος•

    в комнату вошла какая-то мрачная физиономия στο δωμάτιο μπήκε κάποια σκοτεινή φυσιογνωμία.

    || μορφή, όψη•

    физиономия города изменилась η όψη της πόλης άλλαζε•

    литературная физиономия писателя η λογοτεχνική φυσιογνωμία του συγγραφέα•

    постая физиономия κάτισχνη (σκελετωμένη)μορφή.

    Большой русско-греческий словарь > физиономия

  • 10 лицо

    -а, πλθ. лица ουδ.
    1. πρόσωπο•

    черты -а τα χαρακτηριστικά του προσώπου•

    круглое лицо στρογγυλό πρόσωπο•

    угрюмое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•

    раскрасневшееся лицо κατακόκκινο πρόσωπο•

    выражение -а έκφραση του προσώπου.

    2. μτφ. μορφή ατομική, ιδιότητα•

    профессиональное лицо работника η επαγγελματική μορφή του εργατούπαλλήλου.

    3. άτομο, άνθρωπος•

    соревнование между -ами άμιλλα μεταξύ ατόμων•

    историческое лицо ιστορικό πρόσωπο•

    официальное лицо επίσημο πρόσωπο.

    || φυσιογνωμία•

    романическое лицо ρωμαντική φυσιογνωμία.

    4. η όρθα (υφάσματος), η καλή μεριά ή όψη•

    гладить материю с -а σιδερώνω το ύφασμα από την όρθα.

    || πρόσοψη κτιρίου.
    5. (γραμμ.) το πρόσωπο•

    глагол в форме третьего -а ρήμα τρίτου προσώπου.

    εκφρ.
    в лицо (говорить, бранить) – κατά πρόσωπο (κατάμουτρα) λέγω, βρίζω•
    в - – στο πρόσωπο•
    от -а – εξ ονόματος, από μέρους•
    перед -ом – μπροστά, ενώπιον•
    - ом к – με το πρόσωπο (εστραμμένο) προς•
    - ом к -у – ο ένας απέναντι στον άλλον (αντίκρυ)•
    юридическое лицо – νομικό πρόσωπο (για ίδρυμα, οργάνωση κλπ.)• на одно лицо το ίδιο, πανομοιότυπο•
    - а (живого) нет – κατάχλωμος, σαν νεκρός•
    повернуться ή встать -ом к – κάνω (δίνω) το παν για τη λύση ενός ζητήματος•
    показать товар с -а – δείχνω το εμπόρευμα από την καλή όψη•
    - ом в грязь не ударить – βγαίνω καθαρός (χωρίς γάνες ή μουτζούρες)•
    знать в лицо кого – γνωρίζω κάποιον εξ όψεως ή από τη φυσιογνωμία•
    смотреть ή глядеть в лицо чему – αντιμετωπίζω τι θαρραλέα, άφοβα•
    к -у – ταιριάζει, πηγαίνει•
    не к -у – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•
    с каким -ом явиться ή показаться – με τί πρόσωπο (μούτρα) να βγω, να εμφανιστώ•
    не взирая на -а – αδιακρίτως προσώπων•
    в лицо опасности – μπροστά στον κίνδυνο•
    он показал своё настоящее лицо – αυτός έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο•
    главное действующее лицо – ο πρωταγωνιστής•
    важное лицо – σοβαρό πρόσωπο•
    сделать кислое лицо – ξινίζομαΐι, μορφάζω.

    Большой русско-греческий словарь > лицо

  • 11 лицо

    лицо с 1) το πρόσωπο, η φυσιογνωμία 2) {человек) το άτομο, το πρόσωπο* на два \лицоа για δυο άτομα ◇ действующие лица τα πρόσωπα
    * * *
    с
    1) το πρόσωπο, η φυσιογνωμία
    2) ( человек) το άτομο, το πρόσωπο

    на́ два лица́ — για δυο άτομα

    ••

    де́йствующие ли́ца — τα πρόσωπα

    Русско-греческий словарь > лицо

  • 12 особа

    особа
    ж τό πρόσωπο[ν], ἡ φυσιογνωμία, τό ὑποκείμενο[ν]:
    важная \особа ἡ σπουδαία φυσιογνωμία· известная \особа τό γνωστό πρόσωπο· подозрительная \особа τό ὑποπτο ὑποκείμενο.

    Русско-новогреческий словарь > особа

  • 13 лицо

    лиц||о
    с
    1. τό πρόσωπο[ν], ἡ φυσιογνωμία, τό μοῦτρο:
    черты \лицоа τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου·
    2. (лицевая сторона) ἡ καλή τοῦ ὑφάσματος (ткани)/ ἡ πρόσοψη [-ις] (здания)·
    3. (человек) τό πρόσωπο[ν], τό ἄτομο[ν], ὁ ἄνθρω-πος:
    главное действующее \лицо τό κύριον πρόσωπον, ὁ πρωταγωνιστής· юридическое \лицо τό νομικόν πρόσωπον важное \лицо ἡ προσωπικότητα [-ης], τό σπουδαίο πρόσωπο· невзирая на лица ἀνεξάρτητα ἀπό πρόσωπα, ἀμερόληπτα· перемещенные лица οἱ ἐκτοπισμένοι, οἱ ἐκτοπισθέντες·
    4. грам. τό πρόσωπον ◊ перед \лицоо́м чего-л. μπροστά σέ· зиать кого-л. в \лицо γνωρίζω κάποιον ἐξ ὀψεως· показать товар \лицоо́м δείχνω κάτι ἀπό τήν καλή· это вам к \лицоу́ αὐτό σᾶς πάει· стереть что́-л. с \лицоа земли κάνω κάτι νά ἐξαφανιστεί ἀπ· τό πρόσωπο τής γής· смотреть в \лицо опасности ἀντιμετωπίζω τόν κίνδυνον κατά πρόσωπον \лицоо́м в грязь не ударить νά μή ντροπιαστούμε, νά βγούμε ἀσπροπρόσωποι· сказать в \лицо кому-л. λέω κατάμουτρα

    Русско-новогреческий словарь > лицо

  • 14 одиозный

    одиозн||ый
    прил ἀπεχθής, ἀποτρόπαιος:
    \одиозныйая личность ἡ ἀπεχθής φυσιογνωμία

    Русско-новогреческий словарь > одиозный

  • 15 физиономия

    физиономия
    ж ἡ φυσιογνωμία, ἡ φάτσα/ перен ἡ ὅψη [-ις]:
    постная \физиономия τά κρεμασμένα μοῦτρα· \физиономия города ἡ ὅψη τής πόλης.

    Русско-новогреческий словарь > физиономия

  • 16 εξέχων

    ουσα, ον видный, выдающийся, известный, знатный;

    εξέχούσα φυσιογνωμία — выдающаяся личность;

    εξέχοντά πρόσωπα — знатные люди

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξέχων

  • 17 ჶიზიონომია

    პირის სახე, физиогномия, φυσιογνωμία, physiognomia.
    მისნობა კაცთა ბედისა და სხვათა პირის სახის ნაკვეთებითა, лицегадание.

    Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > ჶიზიონომია

  • 18 ფიზიონომია

    პირის სახე, физиогномия, φυσιογνωμία, physiognomia.
    მისნობა კაცთა ბედისა და სხვათა პირის სახის ნაკვეთებითა, лицегадание.

    Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > ფიზიონომია

  • 19 statesman

    ['stei -]
    noun (a person who plays an important part in the government of a state.) πολιτικός άνδρας,φυσιογνωμία της πολιτικής

    English-Greek dictionary > statesman

  • 20 физиономия

    [φιζιανόμιγια] ουσ. θ φυσιογνωμία, φάτσα

    Русско-греческий новый словарь > физиономия

См. также в других словарях:

  • φυσιογνωμίᾳ — φυσιογνωμίᾱͅ , φυσιογνωμία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιογνωμία — η, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνολο χαρακτηριστικών τού προσώπου που έχουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και εκφράζουν την προσωπικότητα, την ψυχική διάθεση 2. οικολ. τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ή η γενική εμφάνιση και η δομή μιας φυτοκοινωνίας ή τής βλάστησης… …   Dictionary of Greek

  • φυσιογνωμία — η 1. το σύνολο των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων προσώπου ή πράγματος, η έκφραση, η όψη, η μορφή, η εξωτερική εμφάνιση: Η στρατιωτική άσκηση είχε φυσιογνωμία μάχης. 2. ξεχωριστή προσωπικότητα, σπουδαίο πρόσωπο, διασημότητα: Αυτός δεν είναι όποιος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»